υπαίθριος

υπαίθριος
-α, -ο / ὑπαίθριος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ία, Α [ύπαιθρος]
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. «υπαίθρια ζωγραφική»
(καλ. τεχν.) ο υπαιθρισμός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπαίθριον
το ύπαιθρο.
επίρρ...
υπαιθρίως και υπαίθρια Ν
στο ύπαιθρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπαίθριος — under the sky masc nom sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπαίθριος — α, ο επίρρ. α αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκέπαστο χώρο: Υπαίθρια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπαιθρίως — ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc acc pl (doric) ὑπαίθριος under the sky adverbial ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαίθριον — ὑπαίθριος under the sky masc acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc sg ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίων — ὑπαίθριος under the sky fem gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

  • ὑπαιθρίοις — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίου — ὑπαίθριος under the sky masc/neut gen sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίους — ὑπαίθριος under the sky masc acc pl ὑπαίθριος under the sky masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαιθρίῳ — ὑπαίθριος under the sky masc/neut dat sg ὑπαίθριος under the sky masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”